Print this page

Το πρόβατο που ξεμάντρισε και ο Γκουσκούνης (part 1)

Written by  Οκτ 07, 2013

Ο Φώτης Κατσικάρης ήταν ήδη στο 3ο του κοκτέιλ, στο γραφικό καφενεδάκι – μπαρ στις όχθες του ποταμού Ίσκα στη Λιουμπλιάνα, το οποίο είχε κάνει στέκι του τις τελευταίες μέρες. Στην αρχή του καλοκαιριού άμα τον έπιανες από τη μύτη θα έσκαγε, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα με του Ρώσους, αλλά τελικά δεν τον χάλασε καθόλου.

 

Εντάξει άλλο σχολιαστής, άλλο προπονητής, αλλά τις διακοπούλες του μια φορά τις έκανε και μάλιστα γνώρισε και την Ιρήνα. Μια υπέροχη Σλοβένα αθλητικογράφο με την οποία τώρα μοιραζόταν τα κοκτέιλ και χάρις στα μάτια της οποίας είχε παρατείνει την παραμονή του στη Σλοβενία μετά το πέρας του Ευρωμπάσκετ.

«Αααχ! Ιρήνα… η χώρα σου είναι μαγευτική! Θα μπορούσα να κοιτάω το ποτάμι για ώρες. Θα μπορούσα να σου κρατάω το χέρι σε απόλυτη σιωπή ακούγοντας το νέρο… Θα μπορούσα να…»

«Ιρήνα; Ιρήνα! Που κοιτάς κοπέλα μου; Εδώ! Σου μιλάω!»

Ακολουθώντας το βλέμμα της συνοδού του, μόλις που πρόλαβε να δει μια μεγάλη τριχωτή παλάμη να διαγράφει μια καμπύλη τροχιά και να σκάει με ένα ΠΛΑΦ στο σβέρκο του.

«Ρε μπαγάσα Φωτάκο! Εδώ μου κρύβεσαι και δε μπορώ να σε βρω τόσες μέρες; Γιατί δε σηκώνεις τα κινητά σου;»

«Μπα… Μπάμπη;» έκανε σαστισμένος ο για λίγες μέρες ομοσπονδιακός προπονητής της Ρωσίας. «Τι… τι κάνεις εδώ; Δεν έφυγες με την ομοσπονδία

«Έφυγα και ξανάρθα για την πάρτη σου» , είπε και θρονιάστηκε ο Μπάμπης Σταμπαλίδης (δεξί χέρι του Κου Βασιλακόπουλου για τους μη τακτικούς αναγνώστες μας), κάνοντας παράλληλα κατά μέτωπο επίθεση στο μπολ με τα φιστίκια.

«Για την πάρτη μου;» έκανε σαν μπερδεμένη ηχώ ο Κατσικάρης.

Ο Μπάμπης αγνοώντας τον, γύρισε αριστερά στην εντυπωσιακή ξανθιά αθλητικογράφο και μισομπουκωμένος με τα φιστίκια, της είπε σε άψογα Σλοβενικά. «Μαναράκι μου, δεν πας καμιά βολτίτσα που’ χω να πω δυο κουβέντες σοβαρές και μετά ξανάρχεσαι; Άντε μπράβο.»

Η έκπληξη στο πρόσωπο της Ιρήνα επισκιάστηκε μόνο από την πληθώρα βαλκανικά μπινελίκια που ακολούθησαν, καθώς σηκωνόταν και έφευγε έξω φρενών από το μαγαζί.

«Κλασάτη γκόμενα!» σχολίασε χαμογελώντας ο Μπάμπης.

«Τι έκανες ρε Μπάμπη;;; 3 βδομάδες το ‘ψηνα το γκομενάκι!» Έκανε απηυδισμένος ο Κατσικάρης, μην πιστεύοντας στα μάτια του.

«3 βδομάδες; Πλάκα με κάνεις ρε καρντάση; Άμα δεν το έφαγες στις πρώτες 2 μέρες, νηστικός θα ‘μενες έτσι και αλλιώς. Χάρη σου έκανα. Πάμε τώρα στο θέμα μας.»

«Ποιο θέμα μας;» απάντησε ο Κατσικάρης με ένα ύφος ανάμεσα στον προπονητή της Ντόρτμουντ μετά το γκολ της Νάπολι και μπόμπιρα που μένει από μπαταρία το gameboyτου, όταν είναι στην τελευταία πίστα SuperMario.

«Τι κάνεις του χρόνου το καλοκαιράκι; Πάνω κάτω τέτοια περίοδο;»

«Του χρόνου το καλοκαίρι; Που να ξέρω ρε Μπάμπη; Διακοπές φαντάζομαι…»

«Δεν έχεις κανονίσει όμως ακόμα τίποτα; Καμιά Μύκονο, καμιά Χαλκιδική τίποτα τέτοιο;»

«Ό… όχι ακόμα. Από τώρα για του χρόνου είναι κομματάκι νωρίς…»

«Ωραία! Υπέροχα! Δε θα σε πείραζε λοιπόν να περάσω να σε πάρω με τα παιδιά να πάμε καμια βολτίτσα προς Ισπανία μεριά;»

«Ισπανία;»

«Ναι ρε, Ισπανία. Ξέρεις… Ταυρομαχίες, καυτά φαγητά, πιο καυτές γυναίκες, μπασκετμπολίστες με 3 Όσκαρ ελεύθερης πτώσης ο καθένας… Ισπανία!»

«Ναι, ξέρω ποια είναι η Ισπανία!» έκανε απότομα ο Κατσικάρης που εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει και είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. «Αλλά από που και ως που να πάμε παρέα και… ποια παιδιά εννοείς που θα έρθουν και μαζί μας;»

«Τα παιδιά μωρέ, ξέρεις! Ο Bill, ο Νικόλας, σίγουρα ο Αντώνης και ο Γιάνναρος και από εκεί και πέρα βλέπουμε. Θα μιλήσω και με Μιλγουόκι και μπορεί να έρθει και ο Κούμπο.»

Ο Κατσικάρης είχε μείνει να τον κοίταζει με το ένα φρύδι να έχει παρκάρει αριστερό πάνω τσουλούφι και το δεξί βλέφαρο να κοντεύει να κλείσει το δεξί του μάτι σαν του Μπαλμπόα μετά από δέκα γύρους με τον Ντράγκο. Στα πρόθυρα εγκεφαλικού, θα έλεγε κάποιος ουδέτερος παρατηρητής.

«Ε και εκεί που θα κάνουμε τις διακοπούλες μας, με τα μπανάκια μας, με τις τορτίγιες μας, με τις μαργαρίτες μας – όλα πληρωμένα έτσι! – εεε… άμα μας έρθει όρεξη πάμε και ρίχνουμε και κανά σουτάκι. Θα έχει καλό κόσμο ακούω...»

«Ώπα ώπα ώπα ρε Σταμπαλίδη!» έκανε ο Κατσικάρης, που επιτέλους άρχισε να καταλαβαίνει που το πάει ο ευτραφής καραφλός συνομιλητής του. «Δηλαδή λες να αναλάβω την Εθνική για το Παγκόσμιο του χρόνου;»

«Γάτα είσαι!»

«Μα αφού δεν περάσαμε…»

«Αυτό άστο στον πρόεδρο.»

«Ναι αλλά… ρε Μπάμπη… ακόμα και αν πάμε… αφού μίλησα με τον πρόεδρο και δεν τα βρήκαμε. Τιμή μου βέβαια, αλλά…»

«Αυτό ήταν πριν.»

«Πριν από τι;»

«Έλα τώρα ρε Φωτάκο! Μη μου κάνεις τον Γιαννάκη! (σχετικά πρόσφατος μπασκετικός ιδιωματισμός, θα εξηγηθεί παρακάτω). Πριν φάμε τα μούτρα μας εννοώ! Και εμείς και οι Ρώσοι!»

«Δε σου κάνω τον κινέζο ρε Μπάμπη! Αλήθεια σου λέω! Αλλά κοίτα, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Καλή χρυσή η εθνική, αλλά είναι ηλεκτρική καρέκλα. Ευχαριστώ, αλλά δε θα πάρω.»

«Αυτή είναι η τελευταία σου κουβέντα;»

«Λυπάμαι, αλλά ναι…»

«Φτού σου ρε!»

«Μη φτύνεις ρε Μπάμπη…»

«Φτού σου ρε!»

«Μη φτύνεις ρε Μπάμπη!!!»

«Εγώ φταίω που δεν άφησα του Ρώσους να σε φάνε!» είπε και έκανε να σηκωθεί τσαντισμένος ο Μπάμπης.

«Ώπα ώπα στάκα! Τι εννοείς;»

«Νόμιζες ότι η αρκούδα θα σε άφηνε να την κάνεις άνω κάτω και να φύγεις ανενόχλητος σαν κύριος; Σε περίπτωση που δεν το κατάλαβες, οι Ρώσοι ξεφτιλίστηκαν χειρότερα από εμάς και κατηγορούν εσένα!»

«Εμένα;;; Δεν είμαστε με τα καλά μας! Εγώ τους φταίω που πήγαν να κατεβάσουν τα τσικό;»

«Σε λάθος άνθρωπο απολογείσαι. Αυτοί θέλουν κάποιον να κατηγορήσουνε. Και σίγουρα δε βοήθησε που σε πήρανε χαμπάρι σε εκείνο το μπαράκι στο Κόπερ να έχεις ψοφήσει στο γέλιο όταν έβλεπες τα ματς της πρώτης φάσης, ούτε που μάθανε από τον μπούκι σου ότι στοιχημάτισες στη νίκη της Φιλανδίας. Παρεμπιπτόντως… καλά το αποτέλεσμα το πέτυχες… αλλά την παράταση πώς την έπιασες ρε μπαγάσα; Πάντα το ‘λεγα πως κόβει το μάτι σου!»

Μια πολύ χλωμή απομίμηση του Φώτη Κατσικάρη απάντησε αδύναμα από την απέναντι καρέκλα. «Που… Που τα ξέρεις όλα αυτά;»

«Τι που τα ξέρω; Εμείς τα παρακολουθούμε ρε τα παιδιά μας! Τι; Έτσι θα σ’ αφήναμε; Αλλά αφού μας γράφεις στα καλαμπαλίκια σου βγάλτα πέρα μόνος σου!»

«Κάτσε ρε Μπάμπη να το συζητήσουμε!»

Δεν πρόλαβε να σηκωθεί ο Σταμπαλίδης από το τραπέζι και ακούστηκε ένα κοφτό ΖΖΖΑΠ ακολουθούμενο από τον ήχο του διακοσμητικού βάζου πάνω στο τραπεζάκι, που έσπασε σε χίλια κομμάτια. Η σφαίρα συνέχισε την πορεία της και καρφώθηκε στον τοίχο, μόλις 10 εκατοστά από το κεφάλι του Κατσικάρη.

«Το μαλάκα!!!» Φώναξε ο Μπάμπης πέφτοντας κάτω από το τραπέζι και τραβώντας και τον Κατσικάρη μαζί του.»

Του μπι κοντινιουντ

Μαρίνος Γεωργιόπουλος

"Όποιος δεν μπορεί να κάνει, διδάσκει" λέει η γνωστή λαϊκή ρήση. Όποιος δεν μπορεί να κάνει, γράφει, θα συμπληρώσω εγώ.

 
10 χρόνια παρά κάτι μήνες. Τόσο μου πήρε από την 1η δημοτικού μέχρι τα μέσα λυκείου για να το πάρω απόφαση ότι δεν το 'χω ρε παιδάκι μου και να σταματήσω να ταλαιπωρώ διάφορες συνοικιακές ομάδες, προπονητές και τον εαυτό μου. "Εσύ ΔΕ θα σουτάρεις" μου είπε ο τελευταίος μου προπονητής σε έναν αγώνα μετά από ένα air-ball και 2 τούβλα περιοπής.
 
Εεε κάπου εκεί το συνειδητοποίησα. Δεν κάνω για μπάσκετ. Έλα όμως που μου άρεσε το άτιμο το άθλημα! Και μου άρεσε πολύ! Τι να κάνεις λοιπόν; Έγινα και εγώ φίλαθλος μπασκετικός. Κόσμιος και πιστός σε ένα περιβάλλον τίγκα στους ποδοσφαιρόφιλους και έψαχνα να βρω άνθρωπο με το τουφέκι να πω καμιά κουβέντα για pick n roll, box out και άλλα τέτοια ακαταλαβίστικα.
 
Τελικά τον βρήκα τον άνθρωπο και όχι μόνο μπόρεσα να τα συζητάω, αλλά μου έδωσε και - ένας Θεός ξέρει γιατί! - βήμα να τα γράφω κιόλας. Εδώ είμαι λοιπόν. Να μιλάμε για μπάσκετ... και μέχρι να βρεθεί ένας προπονητής (της εξέδρας) να μου πει "Εσύ ΔΕ θα γράφεις!", λέω να κάνω το παιδικό μου όνειρο καθημερινότητα και να συνεχίσω να "σουτάρω".