Print this page

Ιστορίες Μπασκετικής Φαντασίας: Part 4 - finale : Ο Τζέιμς Μποντ Είναι Φλώρος

Written by  Αυγ 31, 2019

Ο Μαρίνος Γεωργιόπουλος δίνει το επικό φνάλε της περιπέτειας της Εθνικής Ελλάδας απέναντι στην ΠΟ.Κ.ΕΘ.Ε. Θα καταφέρει ο Μπάμπης Σταμπαλίδης να οδηγήσει τους Έλληνες διεθνείς στην Κίνα εγκαίρως για την πρεμιέρα τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο; 

 


Νήσος Σάμπα. Καραϊβική. Θερμοκρασία 39 βαθμοί Κελσίου, υπό σκιάν. Παρασκευή 30 Αυγούστου. Μεσημέρι.

 Ο καυτός ήλιος της Καραϊβικής έλαμπε σαν λάμπα ανάκρισης πάνω από τα κεφάλια των Ελλήνων διεθνών. Τα σφυρίγματα του Ομοσπονδιακού προπονητή ακούγονταν με δυσκολία πάνω από τον παφλασμό των κυμάτων και τις ιαχές μιας χαριτωμένης οικογένειας λεμούριων που είχαν σκαρφαλώσει σε ένα φοινικόδεντρο και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έκανε στην παραλία αυτή η παράξενη ράτσα ανθρώπων και γιατί τρέχανε πάνω κάτω στην άμμο, ντάλα μεσημέρι.

«Δεν χαλαρώνουμε! Δεν χαλαρώνουμε!» Η φωνή του προπονητή ακουγόταν και αυτή λαχανιασμένη, ανάμεσα στα σφυρίγματα. «Παπ σε βλέπω, σταμάτα το μπίρι μπίρι. Αν έχεις ανάσα για χαβαλέ, έχεις και για τρέξιμο. Πάμε γερά!»

Ο αρχηγός της ομάδας, Γιάννης Μπουρούσης, ξέκοψε από τους υπόλοιπους και πλησίασε τον προπονητή του. «Τι νέα coach; Θα προλάβουμε;»

«Ότι ξέρεις, ξέρω Γιάννη. Μίλησα με το αφεντικό πριν δυο μέρες και μου είπε ότι μας έχει καλυμμένους».

«Το ελπίζω, διαφορετικά τζάμπα τρέχουμε μες στον ήλιο! Αυτό δεν είναι προετοιμασία ομάδας. Το Survivor είναι!»

«Ρε Γιάννη, όχι κι εσύ! Μην γκρινιάζεις κι εσύ! Εντάξει, έκατσε μια στραβή. Τι να κάνουμε τώρα; Αφού είπαν ότι θα έρθουν, θα έρθουν. Πήγαινε και μάζεψε τους. Αρκετά με την φυσική κατάσταση για σήμερα».

Ο Μπουρούσης κατένευσε και γύρισε να φύγει.

«Α και, όπως κατεβαίνεις προς την παραλία, πάρε μαζί σου και αυτά». Του έβαλε στα χέρια ένα ψάθινο κοφίνι γεμάτο με καρύδες.

«Τι είναι αυτά; Μεσημεριανό;»

«Προπόνηση».

«Προπόνηση;»

«Προπόνηση στις βολές. Αυτές οι διαολεμένες οι μαϊμούδες τρυπώνουν παντού. Χθες βράδυ μπήκαν στην σκηνή με τα εφόδια και πήραν τις μπάλες».

Ο Μπουρούσης έμεινε να κοιτάει τον Ομοσπονδιακό τεχνικό με το κοφίνι στα χέρια και ένα βλέμμα στα πρόθυρα του εγκεφαλικού. «Σοβαρά τώρα;» Ήταν  το μόνο που είπε.

«Όταν ο Τζέιμς Νέισμιθ έγραφε τους κανόνες αυτού του ευγενούς αθλήματος το 1891 στη Μασαχουσέτη πού νομίζεις ότι σουτάραν οι παίκτες του; Σε μπασκέτα με διχτάκι; Όχι! Σε κοφίνι σουτάρανε. Τς τς τς... Μάθε λίγο ιστορία, ρε Γιάννη. Αμάν πια!»

Τι μαλακίες λέω, Θεούλη μου! Σκέφτηκε ο Σκουρτόπουλος κοιτώντας την έκφραση εγκεφαλικού στο πρόσωπο του Μπουρούση να στήνει αντίσκηνο και να εγκαθίσταται εκεί. 

«Έλα! Έλα Γιάνναρε, σβέλτα! Το κοφίνι κάτω και γρήγορα. Είσαι ο αρχηγός, πρέπει να δώσεις το παράδειγμα. Και αν σε ρωτήσει κανένα από τα παιδιά, πες τους πως οι πραγματικές ομάδες στις δυσκολίες προσαρμόζονται».

Πάει! Το χω χάσει τελείως το μυαλό μου. Σκέφτηκε ο Σκουρτόπουλος. Να δεις που τώρα θα μου φορέσει το κοφίνι κολάρο και θα με στείλει στον διάολο.

Παρόλα αυτά, ο Μπουρούσης απλώς ένευσε καταφατικά και είπε : «Οκ coach!»

Μπράβο πειθαρχία! Σκέφτηκε ο προπονητής εντυπωσιασμένος, ενώ έβλεπε τον πανύψηλο άντρα να κατηφορίζει προς την παραλία.

Μόλις ο Μπουρούσης απομακρύνθηκε λίγο, ο Σκουρτόπουλος πήγε λίγο παραπέρα στη σκιά ενός φοινικόδεντρου και έβγαλε ένα δορυφορικό τηλέφωνο από μια τσάντα. Το άνοιξε και πάτησε την κλήση. Μετά από περίπου είκοσι δευτερόλεπτα ετοιμάστηκε να το κλείσει απογοητευμένος, όταν άκουσε μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής.

«Που 'σαι Θανασάρα μου; Δεν φαντάζομαι να αγχώθηκες;» Η φωνή του Σταμπαλίδη ακούστηκε σαν μουσική στα αυτιά του Ομοσπονδιακού τεχνικού, αν και στην άλλη άκρη της γραμμής είχε τόσο αέρα, που με το ζόρι ακουγόταν. 

«Έλα ρε Μπάμπη, γαμώ την τρέλα μου γαμώ! Που είσαι τρεις μέρες τώρα; Πρέπει να σε έχω πάρει τουλάχιστον 117 φορές!»

«Είχα δουλειές, ρε Θανάση. Τι να σου κάνω;»

«Τι δουλειές, ρε Μπάμπη; Θες να με πεθάνεις; Αύριο πρέπει να είμαστε στην Κίνα!»

«Ρε, δε σου 'πα να μην αγχώνεσαι;»

Ο Σκουρτόπουλος δυσκολευόταν να ακούσει τον συνομιλητή του. Η σύνδεση ήταν πολύ κακή. Άκουσε μόνο το τελευταίο ρήμα.

«Τι να μην αγχώνομαι ρε Μπάμπη; Ρε, δεν είναι προετοιμασία αυτό που τους κάνω. Η προπόνηση του Ρόκυ, πριν παίξει ξύλο με τον Ντράγκο είναι! Ρε, δεν ξέρω τι άλλο να σκεφτώ για να τους βάλω να κάνουνε. Και σήμερα είναι Παρασκευή. Πώς θα φύγουμε από εδώ; Πότε θα φτάσουμε στην Κίνα;»

«Ρε... δεν σου ...πα .... θα σας πάρω από εκεί; Τον Μπάμπη να τ..ν ...μπιστεύσαι!»

«Στο διάολο με αυτή τη σύνδεση!» Ο Σκουρτόπουλος απομάκρυνε τη συσκευή από το αυτί του και κοίταξε την οθόνη. Τέσσερις μπάρες. «Τι διάολο;» Προς στιγμήν σκέφτηκε να την πετάξει στη θάλασσα από τα νεύρα του. Να πει στα παιδιά να αράξουν στην παραλία. Να παραγγείλει ένα μοχίτο από την καντίνα παραδίπλα. Και να κάνει τις διακοπάρες του. Στο διάολο πια με την ΠΟΚΕΘΕ και τις λαμογιές της! Αντί για αυτό έφερε ξανά το ακουστικό στο αυτί του.

«Μπάμπη άκουσε με. Είμαι απεγνωσμένος. Με καταλαβαίνεις; Δεν ξέρω αν με ακούς, αλλά δεν έχουμε πλέον άλλα περιθώρια. Ο χρόνος μας τελείωσε. Με καταλαβαίνεις; Γαμώτο! Αυτό το τουρνουά δεν έπρεπε να το χάσουμε. Γαμώτο!»

Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκαν παράσιτα.

«Μπάμπη με ακούς; Πες κάτι, ρε γαμώτο!»

Για λίγες στιγμές η σύνδεση αποκαταστάθηκε και άκουσε ξανά την φωνή του Σταμπαλίδη.

«Θανασάρα... κοίτα πάνω».

Ο Σκουρτόπουλος δεν πρόλαβε να ρωτήσει τον Μπάμπη τι εννοούσε, γιατί εκείνη τη στιγμή κάτι μπήκε ανάμεσα σε αυτόν και τον ήλιο και του έκανε σκιά. Ο προπονητής έστρεψε το βλέμμα προς τα πάνω και είδε αρκετά ψηλά ένα ιπτάμενο αντικείμενο ακαθόριστου σχήματος να κατευθύνεται προς αυτόν. Αρχικά ήταν λίγο μεγαλύτερο από κουκκίδα, αλλά πλησίαζε με ταχύτητα. Στη συνέχεια η κουκκίδα έγινε κύκλος. Και σύντομα συνειδητοποίησε ότι αυτό που παρατηρούσε ήταν ένα αλεξίπτωτο. Ένα αλεξίπτωτο σε χρώματα γαλανόλευκα. Ένα αλεξίπτωτο στα χρώματα της ελληνικής σημαίας. Ένα αλεξίπτωτο στα χρώματα της ελληνικής σημαίας και δεμένος σε αυτό ένας μάλλον παχουλός άνδρας.

Την αμέσως επόμενη στιγμή ο Σταμπαλίδης προσγειώθηκε στη νήσο Σάμπα. Ή μάλλον θα ήταν πιο ακριβές να πούμε ότι προσγειώθηκε πάνω στον Θανάση Σκουρτόπουλο. Μετά από λίγες στιγμές ελεγχόμενου πανικού, κατά τις οποίες οι δύο άντρες ξεμπλέχτηκαν από τα σχοινιά και το πανί, ο Σταμπαλίδης σηκώθηκε όρθιος, τινάζοντας από πάνω του την άμμο της Καραϊβικής, και έδωσε το χέρι του στον Σκουρτόπουλο για να τον σηκώσει και αυτόν.

«Συγγνώμη για την προσγείωση. Έχω να κάνω πτώση από τότε που υπηρετούσα στα ΟΥΚ». Όση ώρα μιλούσε τσέκαρε τον εξοπλισμό του. Τα χέρια του σταμάτησαν στην ευμεγέθη κοιλιά του, που πίεζε τη μαύρη εφαρμοστή στολή καταδρομών.

«Βέβαια... δεν τα φτιάχνουν όπως παλιά τα αλεξίπτωτα. Λίγο παραπάνω βάρος και πάει βολίδα...»

«Μπάμπη;» Τον ρώτησε διστακτικά ο Σκουρτόπουλος, ο οποίος ήταν σχεδόν σίγουρος πως ο ήλιος της Καραϊβικής τον είχε βαρέσει κατακέφαλα και έβλεπε παραισθήσεις. «Τι κάνεις εσύ εδώ;»

«Σας παίρνω μαζί μου στην Κίνα, φυσικά. Τι άλλο;»

Όσο παράλογο και αν φαινόταν στον Ομοσπονδιακό προπονητή να κάνει την παρακάτω ερώτηση σε έναν χοντρό αλεξιπτωτιστή, στην μέση του Ωκεανού, ήταν η μόνη ερώτηση που μπορούσε να κάνει εκείνη τη στιγμή. «Πώς;»

«Πετώντας, ρε καρντάση. Τι; Κολυμπώντας θα φύγουμε; Εγώ από πού νομίζεις ότι έπεσα;»

Ο Σκουρτόπουλος πάλευε με τα ψήγματα λογικής που του είχαν απομείνει. «Αφού δεν υπάρχει αεροδιάδρομος...»

«Για αυτό θα φύγουμε με υδροπλάνο. Από το ίδιο υδροπλάνο που με έριξε κι εμένα. Τι νόμιζες ότι έκανα τόσες μέρες; Πρέφα έπαιζα; Ούτε φαντάζεσαι πόσο δύσκολο ήταν να το οργανώσω όλο αυτό! Τελικά κατάφερα να μας βολέψουν κάτι φιλαράκια μου, λαθρέμποροι μάνγκο και παπάγιας. Θα ταξιδέψουμε, βέβαια, ανάμεσα σε κάτι κασόνια με ζαρζαβατικά, αλλά, τι να κάνουμε; Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια... Το λοιπόν, σε ακριβώς δεκαπέντε λεπτά από τώρα το υδροπλάνο θα προσθαλασσωθεί στον ορμίσκο που βρίσκεται δίπλα από την παραλία. Άντε να μαζέψεις τα παιδιά κι εγώ πάω να βρω τίποτα ντόπιους ψαράδες να μας μεταφέρουν στο σκάφος. Δουνκέρκη θα στην κάνω εγώ την Σάμπα!»

Τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και του έκλεισε το μάτι, σαν να του είχε πει ότι πάει στο περίπτερο για τσιγάρα και αν θέλει να του αγοράσει κάτι. Ο Σκουρτόπουλος είχε μείνει τόσο αποσβολωμένος, που μέχρι να βρει τα λόγια του, ο Μπάμπης είχε ήδη απομακρυνθεί λίγα βήματα.

«Ρε Μπάμπη... Αλήθεια τώρα; Φεύγουμε;»

«Καλά θα κάνεις να το πιστέψεις αγορίνα μου!» Του απάντησε ο Σταμπαλίδης. «Όταν ο Μπάμπης υπόσχεται κάτι, το κάνει».

«Τι να σου πω ρε Σταμπαλίδη;»

Ένα χαμόγελο έκανε δειλά δειλά την εμφάνιση του στο πρόσωπο του Θανάση Σκουρτόπουλου, που πλέον είχε αρχίσει να ελπίζει ξανά ότι η ομάδα του θα προλάβει το Παγκόσμιο. «Εσύ είσαι φαινόμενο! Ήρωας! Ο Τζέιμς Μποντ ο ίδιος!»

Ο Μπάμπης κοντοστάθηκε. Αγριοκοίταξε τον προπονητή. Τον πλησίασε ξανά και του είπε με το πιο ψαρωτικό του ύφος. «O Τζειμς Μποντ είναι φλώρος».

Ο Σκουρτόπουλος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει σε αυτό το σχόλιο. Προς στιγμήν, νόμισε πως είχε προσβάλει τον Σταμπαλίδη, μέχρι που εκείνος έσκασε στα γέλια.

«Απλά την δουλειά μου κάνω, coach» του είπε χαμογελώντας πλατιά. «Τώρα μάζεψε τα παλικάρια σου και πάμε. Έχουμε κάτι ανοιχτούς λογαριασμούς στην Κίνα. Αυτό το Παγκόσμιο δεν χάνεται».

 To be continued... στα γήπεδα της Κίνας!

 

 

Μαρίνος Γεωργιόπουλος

"Όποιος δεν μπορεί να κάνει, διδάσκει" λέει η γνωστή λαϊκή ρήση. Όποιος δεν μπορεί να κάνει, γράφει, θα συμπληρώσω εγώ.

 
10 χρόνια παρά κάτι μήνες. Τόσο μου πήρε από την 1η δημοτικού μέχρι τα μέσα λυκείου για να το πάρω απόφαση ότι δεν το 'χω ρε παιδάκι μου και να σταματήσω να ταλαιπωρώ διάφορες συνοικιακές ομάδες, προπονητές και τον εαυτό μου. "Εσύ ΔΕ θα σουτάρεις" μου είπε ο τελευταίος μου προπονητής σε έναν αγώνα μετά από ένα air-ball και 2 τούβλα περιοπής.
 
Εεε κάπου εκεί το συνειδητοποίησα. Δεν κάνω για μπάσκετ. Έλα όμως που μου άρεσε το άτιμο το άθλημα! Και μου άρεσε πολύ! Τι να κάνεις λοιπόν; Έγινα και εγώ φίλαθλος μπασκετικός. Κόσμιος και πιστός σε ένα περιβάλλον τίγκα στους ποδοσφαιρόφιλους και έψαχνα να βρω άνθρωπο με το τουφέκι να πω καμιά κουβέντα για pick n roll, box out και άλλα τέτοια ακαταλαβίστικα.
 
Τελικά τον βρήκα τον άνθρωπο και όχι μόνο μπόρεσα να τα συζητάω, αλλά μου έδωσε και - ένας Θεός ξέρει γιατί! - βήμα να τα γράφω κιόλας. Εδώ είμαι λοιπόν. Να μιλάμε για μπάσκετ... και μέχρι να βρεθεί ένας προπονητής (της εξέδρας) να μου πει "Εσύ ΔΕ θα γράφεις!", λέω να κάνω το παιδικό μου όνειρο καθημερινότητα και να συνεχίσω να "σουτάρω".